25ή Μαρτίου

ΘΕΑΤΡΙΚΟ - ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ

Created: Thursday, 27 March 2014 21:41
Hits: 2307

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

(με τη σειρά που εμφανίζονται)

1.            Καπετάνισσα

2.            Φρόσω

3.            Λενιώ

4.            Κωνσταντινιά

5.            Γιαννιός, ο τρελός του χωριού

6.            Αγάς

7.            1ος Τούρκος

8.            2ος Τούρκος

9.            Τζαννής

10.          Στρατής

11.          Γιωργής

12.          Λευτέρης

13.          Κώστας

14.          Νικολής

15.          Τασσώ

16.          Βαγγελιώ

17.          1ο παλικάρι

18.          2ο παλικάρι

19.          Αγγελιαφόρος

20. Φιλικός Ασημάκης Ζαΐμης.(το ρόλο παίζει ο ίδιος που παίζει τον τρελό του χωριού)

ΣΚΗΝΙΚΟ: Εσωτερικό χωριάτικου σπιτιού. Κουρελήδες, βελέντζες κάτω, ένας σοφράς. Μικρά καρεκλάκια, σκαμνάκια. Στον τοίχο εικονίσματα, καντήλι που καίει. Κρεβάτι σε μιαν άκρη, κάποιο αδράχτι, σκεύη στον τοίχο.

Μουσική υπόκρουση που να ταιριάζει με το σκηνικό. Κατά προτίμηση αργό Ηπειρώτικο κλαρίνο.

Φωτισμός: Νύχτα. Φως διακριτικό.

Α’                   Π Ρ Α Ξ Η

Α’    ΣΚΗΝΗ

(Στο δωμάτιο είναι η καπετάνισσα και συγυρίζει. Ακούγονται χτυπήματα)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ποιος είναι;

ΦΩΝΕΣ: Εμείς καπετάνισσα, οι γειτόνισσες μαθές.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Κοπιάστε

(Μπαίνουν η Φρόσω, η Λενιώ, η Κωνσταντινιά. Φέρνουν μαζί τους και πλέξιμο, αδράχτια ή ότι άλλο.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:  Ελάτε. Ελάτε, καθίστε.

(Κάθονται. Κοιτάζονται μεταξύ τους οι νεοφερμένες. Η Καπετάνισσα τις παρατηρεί και σφίγγει τα φρύδια της).

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ε, τι έχετε γειτόνισσες; Συμβαίνει τίποτε;

ΦΡΟΣΩ: (δισταχτικά) Τι να συμβαίνει καπετάνισσα; (γυρίζει στις άλλες) Συμβαίνει τίποτε γειτόνισσες;

ΛΕΝΙΩ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: (κοιτάζονται μεταξύ τους). Όχι, όχι…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ακούστε εδώ. Σας ξέρω καλά εγώ. Αφήστε τώρα τις ψευτιές. Δε με γελάτε μένα. Πέστε μου γρήγορα. (κοιτάζει τη Λενιώ) Πες μου μωρή Λενιώ. Τι συμβαίνει κι έχετε τέτοια μούτρα;

ΛΕΝΙΩ: (κοιτάζει τις άλλες)…..

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Πλησιάζει και πιάνοντάς την την ταρακουνάει) Άκου εδώ. Εμένα δε με κοροϊδεύει κανένας, ακούς; Εσένα ρώτησα. Δε ρώτησα τις άλλες. Είπα, λέγε.

ΦΡΟΣΩ: (Αποφασιστικά) Καπετάνισσα. Παράτα την. Δεν ξέρει αυτή. Θα σου πω εγώ. Καπετάνισσα….

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Λέγε ωρή Φρόσω. Εγώ στάθηκα σα μάνα για σας. Εμένα ωρή μου κρύβετε τη συλλογή σας; Λέγε λοιπόν…

ΦΡΟΣΩ: (Κάθεται σ’ ένα σκαμνί) Κάθισε καπετάνισσα. Θα σου πω.

Β’    ΣΚΗΝΗ

(Χτυπά η πόρτα. Πηγαίνει κι ανοίγει η καπετάνισσα κι εμφανίζεται ο Γιαννιός, ο τρελός του χωριού. Ντυμένος ατημέλητα χοροπηδά και κάνει διάφορα αστεία)

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: …. Χαρά στις χήρες και στις νιές

και στις ομορφονιές

χαρά και στις κυράδες….

(Κάνει διάφορες τρέλες. Αναποδογυρίζει τα σκαμνιά. Τρυπώνει κάτω από τις βελέντζες. Παίρνει έναν ταβά και τον βάζει στο κεφάλι του κι αρχίζει να χορεύει τραγουδώντας)

Θα τους κρεμάσουμε τους σκύλους

τις γάτες, τις πάπιες, τις χήνες,

τις κότες, τα κόκκινα ποντίκια…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (αυστηρά) Γιαννιό. Σύχασε είπα.

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (γυρνάει γύρω της. Φωνάζει) … τις γάτες, τις πάπιες, τα κόκκινα ποντίκια…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Είπα. Σύχασε. Θες να φας τίποτε; (του φέρνει ψωμί). Πού γύρναγες πάλι σαν αερικό κατακαημένε;

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (τρώει με βουλιμία και μουρμουρίζει)… τις γάτες, τους σκύλους… (περπατάει σιγά – σιγά, πηγαίνει πίσω από τη Λενιώ και φωνάζει με όλη του τη δύναμη): Μπουουμμμ (ξεκαρδίζεται στα γέλια)

ΛΕΝΙΩ: (πετάγεται όρθια, ενώ οι άλλες γελάνε) Να χαθείς, αναθεματισμένε. Αχ πήρα μια τρομάρα… (σταυροκοπιέται)

(ο Γιαννιός φεύγει τραγουδώντας πάντα μες στα δόντια του το τραγούδι του)

ΦΡΟΣΩ: Παλαβός τέλεια. Ο θεός ξέρει τι αμαρτίες πληρώνει.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Δε βαριέσαι. Είν’ ευτυχισμένος. Δεν ξέρει. Δε νιώθει ίσως. Αλίμονο σε μας που ‘χουμε το μυαλό. Που ‘χουμε λογικό και βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας. Οι τρελοί είναι οι αγαπημένοι του Θεού. Ευτυχισμένοι μέσα στην τρέλα τους.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Αλήθεια. Πώς βρέθηκε εδώ ο Γιαννιός; Απ’ ότι ξέρω δεν ειν’ απ΄ τα μέρη μας. Ψέματα;

ΛΕΝΙΩ: Κανένας δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια του.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Λες και τον άφησε πουλί στον τόπο μας. Λένε πως είναι από κάποιο νησί. Απ’ τα Εφτάνησα νομίζω. Ούτε γονείς έχει, ούτε κανένα στον κόσμο. Έτσι γυρνάει. Σαν την άδικη κατάρα. Ένα κομμάτι ψωμί, αυτό θέλει. Κι όλο τραγουδάει.

ΦΡΟΣΩ: Δε σας φάνηκε παράξενο το τραγούδι του;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Έλα τώρα κι εσύ. Από τρελό τι περιμένεις; Μουρλάδες, τι άλλο;

ΛΕΝΙΩ: Όμως και οι Τούρκοι ακόμα τον αγαπάνε.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Η τρέλα είναι ιερή αρρώστια στη θρησκεία τους. Σέβονται τους τρελούς.

ΦΡΟΣΩ: Εδώ που τα λέμε, αυτός ο Γιαννιός τους κοροϊδεύει. Ώρες, ώρες νομίζεις πως το κάνει επίτηδες.

Γ’    ΣΚΗΝΗ

(Λιγόχρονη σιωπή. Μόνο η μουσική ακούγεται. Ασχολούνται με τις δουλειές τους οι γυναίκες. Σε μια στιγμή ακούγονται άγρια χτυπήματα στην πόρτα. Τρομάζουν)

ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΕΞΩ: Ανοίξτε ωρέ γκιαούρηδες.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μη σκιάζεστε. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.

ΦΩΝΕΣ: Ανοίξτε. Θα γκρεμίσουμε τις πόρτες σκυλιά.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Καλά. Καλά. Ερχόμαστε. (πηγαίνει και ανοίγει)

(Μπαίνουν μέσα ορμητικά ένας Αγάς και δυο Τούρκοι στρατιώτες. Αρχίζουν και ψάχνουν. Ο Αγάς κόβει βόλτες και στέκει πότε – πότε και κοιτάζει αυστηρά τις γυναίκες)

ΑΓΑΣ: Κάτι δεν πάει καλά, ωρέ γυναίκες. Κάτι κρύβετε εσείς.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι πράγματα είναι τούτα που λες, Αγά; Ντροπής! Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Δεν μας αφήσατε να ‘χουμε τίποτε.

ΑΓΑΣ: Μάζωξε τα λόγια σου γυναίκα. Πολλά λες. Πολλά.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Κι εσύ πολλά κάνεις. Μες στη νύχτα τι γυρεύετε σε ξένα σπίτια; Πάρε τους ανθρώπους σου και πήγαινε στο καλό! Έρημες γυναίκες είμαστε, δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε, σου λέω.

ΑΓΑΣ: Λύνεις το ζωνάρι σου για καυγά. Τρέχει η γλώσσα σου πολύ και δε θα σε βγάλει σε καλό. Μ’ ακούς ωρή; (γυρίζει στις γυναίκες) Κι εσείς ωρέ γυναίκες, τι γυρεύετε τέτοια ώρα εδώ; Σπίτια δεν έχετε;

ΦΡΟΣΩ: (με θάρρος) Γειτόνισσες είμαστε μαθές. Είπαμε να κάνουμε κομμάτι συντροφιά στην Καπετάνισσα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Αγά. Δεν έχω πολλά λόγια. Οι γυναίκες είναι δικοί μου άνθρωποι. Είπα άδικα ψάχνουν οι γενναίοι σου. Δεν υπάρχει τίποτε για να κρύψουμε. Στο καλό.

(Την ίδια στιγμή μπαίνει πάλι ο Γιαννιός. Αρχίζει να στριφογυρίζει γύρω στους Τούρκους και να κάνει ότι κάνουν αυτοί κι όλο τραγουδάει)

… θα τους κρεμάσουμε τους σκύλους,

τις γάτες, τις πάπιες, τις χήνες,

τις κότες, τα κόκκινα ποντίκια…

ΑΓΑΣ: (εκνευρισμένος) Βγάλε το σκασμό ωρέ θρασίμι. Μ’ ακούς; Σκάσε…

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (τον κοροϊδεύει περπατώντας επίσημα)

…. τα κόκκινα ποντίκιααα

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ (ορμάει πάνω του) : Σκασμός ωρέ γκιαούρη…

2ος  ΤΟΥΡΚΟΣ: (τον πιάνει) Μα τον Αλλάχ, θα τον σκοτώσω Αγά.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (μπαίνει στη μέση) Αγά, πάρε τους γενναίους σου. Ο Αλλάχ απ’ ότι ξέρω, έχει για ιερή την τρέλα.

ΑΓΑΣ: Πάρτε αυτόν τον γκιαούρη από μπροστά μου. Κι εσύ Καπετάνισσα σκέψου καλά τι θα σε ρωτήσω.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Βουλήθηκες ωρέ Αγά, να τα βάλεις τώρα και με γυναίκες;

ΑΓΑΣ: (οργισμένος) Μα το μεγάλο Προφήτη μας, θα σε περάσω στο σουβλί. Μάζεψε τη φαρμακόγλωσσά σου. Μολόγα τώρα. Πού ’ναι ο καπτα – Τζαννής; Τελευταία τον είδανε στο διάσελο με μερικούς γκιαούρηδες. Εσύ θα ξέρεις. Γυναίκα του είσαι. Λέγε.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (σταυρώνει τα χέρια) Άκου Αγά. Διαφεντεύεις τη λευτεριά μας με τρόπο άτιμο. Όχι όμως και την καρδιά μας, έτσι; Ο καπτα – Τζαννής άντρας μου είναι και το ’χω για τιμή και περηφάνια μου. Όμως δεν ξέρω που είναι. Δεν είμαι εγώ απ’ τις γυναικούλες που τρέχει ξοπίσω του. Δεν ξέρω που ’ναι, αλλά όπου κι αν είναι καλά είναι κι έχει την ευχή του Θεού. Τίποτ’ άλλο!

ΑΓΑΣ: Καλά, ωρή. Θα τα ξεράσεις τα λόγια σου. Θα το βρούμε. Γι’ αυτό να ’σαι σίγουρη. Θα σου φέρω το κουφάρι του να το μοιρολογήσεις. Βαλ’ το καλά τούτο στο ξεροκέφαλό σου. (γυρίζει στους άντρες του) Πάμε ωρέ.

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (πηγαίνει πίσω από τον Τούρκο και του τραβάει το φέσι κι αυτός αρχίζει να τον κυνηγάει τρέχοντας ξοπίσω του. Τραβάει σπαθί.)

ΑΓΑΣ: Χάλασέ τον τον άτιμο.

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (δίνει το φέσι και κρύβεται πίσω από την Καπετάνισσα και κάνει τρελά σχέδια, κοροϊδευτικά)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Πάρε το σπαθί σου, γενναίε μου. Άσε τον Γιαννιό στην τρέλα του και μας στην ησυχία μας.

(Οι Τούρκοι φεύγουν. Οι γυναίκες μαζεύονται γύρω στην Καπετάνισσα. Ο Γιαννιός κάθεται στα πόδια και μασουλάει ένα κομμάτι ψωμί, τραγουδώντας το γνωστό του τραγούδι)

Α   Υ   Λ   Α    Ι   Α

Β’     Π Ρ Α Ξ Η

 

Α’   ΣΚΗΝΗ

(Στο ίδιο σπίτι, το άλλο βράδυ. Είναι συναγμένοι οι άντρες, ο καπτα – Τζαννής, ο τρελο – Γιαννιός. Είναι όλοι οπλισμένοι. Κάθονται γύρω ή στέκονται όρθιοι κι ακουμπάνε στα όπλα τους. Ο καπτα – Τζαννής επιβάλλει ησυχία. Λιγόχρονη σιωπή. Μουσική υπόκρουση.)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Καθίστε. Καθίστε είπα. (Κάθονται ή στηρίζονται στα όπλα τους. Ο καπετάνιος κάνει νευρικές βόλτες). Λοιπόν, ακούστε. Ήρθε η μεγάλη ώρα. Δεν είναι καιρός πια για μεγάλα λόγια  μα για μεγάλα έργα. Όσοι φοβούνται να μείνουν με τις γυναίκες.

(Πετάγονται όλοι πάνω και ακούγονται φωνές διαμαρτυρίας.)

ΣΤΡΑΤΗΣ: Μεγάλο λόγο ξεστόμισες καπετάνιο.

ΓΙΩΡΓΗΣ: Πάρ’ το λόγο πίσω καπτα – Τζαννή.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Βάλτε ωρέ τη γλώσσα μέσα. Πολλά λέτε. Ο λόγος είναι λόγος. Τον παίρνει ο αγέρας και χάνεται. Τα έργα μένουν. Και τ’ άξια παλληκάρια θα το δείξουν πολύ γρήγορα.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Καπτα – Τζαννή, το ’χουμε κιόλα δείξει. Τα κορμιά μας είναι γεμάτα λαβωματιές. Δε φοβάται ο βρεμένος τη βροχή. Γι’ αυτό κι εγώ σου λέω. Μεγάλο λόγο ξεστόμισες.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Πάει καλά. Λοιπόν, ακούστε τι έχω να σας πω. Πολύ γρήγορα θα έχουμε σηκωμό. Στη σύναξη των καπεταναίων στη Βοστίτσα αποφασίστηκε. Ο Μητροπολίτης Γερμανός θα σηκώσει το λάβαρο στην ΄Άγια Λαύρα. Θα ’ναι το σύνθημα. Τούτο θα γίνει στις 25 του Μάρτη.

Κώστας: Σημαδιακή μέρα.

ΝΙΚΟΛΗΣ: Ναι, άγια μέρα, του Βαγγελισμού.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Πολλά λόγια δε θα ’χετε. Ούτε με τις γυναίκες ούτε με τους άλλους. Μόνο όσοι είναι στην Εταιρεία. Κι αυτούς πάλι θα τους καταλαβαίνετε από τα σημάδια. Τα ξέρετε έτσι;

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Πάει καλά καπτα – Τζαννή. Θα γίνει όπως το λες.

(Μπαίνει η καπετάνισσα. Κοιτάζει όλους ερευνητικά)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τ’ αμίλητο νερό ήπιατε, ωρέ; Ήθελα να ’ξερα τι μυαλό κυβερνάτε… τι έχει μέσα…

ΤΖΑΝΝΗΣ; Πολλά λες γυναίκα. Στη δουλειά σου εσύ. Άσε μας και μη μας πιλατεύεις. Άντε κάνε ότι έχεις και πήγαινε στο καλό.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Βάζει τα χέρια στη μέση) Άκου καπτα – Τζαννή. Μπορεί να ’σαι άντρας μου και αφέντης του σπιτιού αυτού. Όμως έχω κι εγώ ένα λόγο εδώ μέσα.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καπτα – Τζαννή… τι λέει η Καπετάνισσα;

ΤΖΑΝΝΗΣ: Γυναίκα, ένα λόγο είπα και άλλο δεν έχω. Το κουμάντο το κάνω εγώ. Λοιπόν… Κάνε ότι έχεις να κάνεις κι άδειασέ μας τον τόπο. Αυτά δεν είναι λόγια για γυναίκες. Μ’ ακούς ωρέ;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (δεν αλλάζει στάση) Τζαννή, εδώ είναι το σπίτι μου και δεν το κουνάω. Κι όποιος θέλει απ’ τα παλληκάρια σου ας έρθει να με κουνήσει.

 

Β’     ΣΚΗΝΗ

 

(Μουσική υπόκρουση. Η ένταση υπάρχει διάχυτη. Ακούγονται χτυπήματα. Μπαίνουν μέσα οι γυναίκες της Α’ πράξης καθώς κι η Βαγγελιώ και η Τασσώ. Πηγαίνουν κατά την Καπετάνισσα)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (συνεχίζει) Τις βλέπεις αυτές ωρέ Τζαννή; Είναι μανάδες κι αδελφές και θέλουν να μάθουν (τονίζει τα λόγια της). Έχουν το δικαίωμα να μάθουν. Αύριο μεθαύριο θα τις σπρώξεις στο γκρεμό να σκοτωθούν για τούτο τον τόπο. Θα σου γιάνουν τις πληγές. Θα μοιρολογήσουν σε τάφους. Θα νανουρίσουν τα παιδιά σας. Θέλουν να ξέρουν.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Το ξέρεις πολύ καλά γυναίκα. Ο σκοπός είναι μεγάλος και ιερός. Εσείς οι γυναίκες είστε από άλλη πάστα. Δεν κρατάτε τη γλώσσα σας. Η Πατρίδα έχει ανάγκη από όλους εμάς. Όμως αφήστε τα πολλά για τους άντρες.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι λέτε ωρέ εσείς οι γυναίκες; Πώς τα λογιάζετε όλα τούτα;

ΤΑΣΣΩ: Ο καθένας έχει το δίκιο του. Όμως…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μιλήστε ωρέ κι εσείς.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Εγώ λέω να μην τους ακούσουμε, Καπετάνισσα. Μια ζωή τους ακούμε. Τι έγινε; Είναι καιρός να μπει το νερό στ’ αυλάκι. Θα κάνουμε κι εμείς του κεφαλιού μας. Αφού ο καπτα – Τζαννής δε μας λογιάζει γι’ ανθρώπους…

ΤΖΑΝΝΗΣ: (κινάει κατά πάνω της) Τι λες ωρή; Θα σε κόψω στα δυο…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (μπαίνει μπροστά του) Κράτα την παλικαριά σου για τους Τούρκους.

ΝΙΚΟΛΗΣ: (στον καπετάνιο) Κατάλαβες; Σηκώσανε μπαϊράκι κι οι γυναίκες.

ΚΩΣΤΑΣ: Καλό και τούτο. Και τι θα ’χουμε ωρέ για σημαία; Το μεσοφούστανό τους;

ΓΙΩΡΓΗΣ: Το μυαλό τους είν’ έξω απ’ το κεφάλι τους.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Χάλασε ο κόσμος. Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν…

ΛΕΝΙΩ: Το μυαλό σου χάλασε, Λευτέρη.

ΤΑΣΣΩ: Αφήστε τα μεγάλα λόγια. Χορτάσαμε πια τόσα χρόνια.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (κάνει νόημα σε όλους) Φτάνει ωρέ πατριώτες. Η αξιάδα και η γεροσύνη του μυαλού και του κορμιού δε μετριούνται με λόγια έτσι; Πήραμε μι’ απόφαση. Πάει τέλειωσε. Σώνουν οι κουβέντες.

Γ’      ΣΚΗΝΗ

(ακούγονται χτυπήματα στην πόρτα)

ΦΩΝΗ ΑΠ’ ΕΞΩ: Ανοίξτε χριστιανοί, για όνομα του Θεού…

ΦΩΝΕΣ ΜΕΣΑ: Ποιος είναι; Ποιος…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Καπτα – Τζαννή, πάρε τους άντρες σου μέσα. Θα δω εγώ. Εσείς γυναίκες πιάστε και κάντε καμιά δουλειά.

ΦΩΝΗ ΑΠ’ ΕΞΩ: Ανοίξτε… ανοίξτε…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (πηγαίνει και ανοίγει) Καλώς τα παλικάρια.

(Μπαίνουν δυο παλικάρια. Το ένα κρατάει στην πλάτη του έναν πληγωμένο. Τον αφήνει σιγά σιγά κάτω. Αυτός βογκάει.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι είν’ ωρέ παλικάρι;

1ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Μήνυμα φέρνει, Καπετάνισσα από τη Βοστίτσα, από τους προεστούς. Έπεσε όμως σε παγίδα και λαβώθηκε. Κατάφερε και ξέφυγε.

2ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Τον βρήκαμε σε μια ρεματιά. Παραπατούσε. Έχανε πολύ αίμα. Μας είπε για το μήνυμα.

(Μπαίνουν και οι άντρες. Ο καπτα – Τζαννής γονατίζει κοντά του. Κάνουν ένα μεγάλο κύκλο άντρες και γυναίκες. Μια του φέρνει νερό.)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Τι έχεις ωρέ παλικάρι;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: (δε μιλάει μα βογκάει)…….

ΤΖΑΝΝΗΣ: Τι είναι μωρέ, τί συμβαίνει λοιπόν;

2ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Σου φέρνει μήνυμα Καπετάνιο.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Αλήθεια ωρέ;

1ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Το ’χει θαρρώ μαζί του. Μόνο άμα πεθάνω, μας είπε, να το πάρετε και να το δώσετε του καπτα – Τζαννή.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: (με σβησμένη και κομμένη φωνή, ακούγεται μουσική υπόκρουση) Καπτα – Τζαννή… θέλω… θέλω να σου… το μήνυμα…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Κουράγιο παλληκάρι μου. Οι γυναίκες θα σε περιποιηθούν.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Όχι, το ξέρω… στέρεψ’ η ζωή μου… ένα λυπάμαι… ένα… ένα θέλω… την Πατρίδα… προσέξτε… την Πατρίδα παιδιά… την Πατρί… (γέρνει απότομα το κεφάλι. Πεθαίνει. Κάποιος του κλείνει τα μάτια. Μένουν όλοι σιωπηλοί. Του παίρνει απ’ το σελάχι το μήνυμα ο Τζαννής.)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Φέρτε ωρέ κλαρί να το βάλουμε πάνω το παλληκάρι. Οι κλέφτες δεν καταλαβαίνουν για στρώμα παρά πέτρα σκληρή και κλαρί απ’ το λόγκο. (Δυο παλληκάρια πάνε δίπλα και φέρνουν κλαρί. Σηκώνουν το παλληκάρι και το τοποθετούν πάνω. Η Φρόσω παίρνει μια μπουκάλα κρασί και το ρίχνει πάνω. Η Λενιώ φέρνει ένα σεντόνι λευκό και το σκεπάζει. Η Καπετάνισσα φέρνει ένα εικόνισμα και το βάζει στα σταυρωμένα χέρια του. Πάντα μουσική υπόκρουση.)

(Εδώ οι άντρες του Τζαννή και ο Τζαννής τραγουδούν  την «Κλέφτικη ζωή»: Μαύρη μωρέ, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες… πάντα γύρω από το νεκρό.)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Να ’χεις την ευλογία του Θεού.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Πήγε από βόλι. Μη τον κλαίτε. Δεν έζησε χαράμι.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Πάψτε τώρα. Πάει αυτός. Για την πατρίδα ο θάνατος, θάνατος δεν είναι. Χαρά είναι. Μόνο πες μας αφέντη, τι λέει η γραφή.

ΤΖΑΝΝΗΣ: (Ανοίγει το χαρτί και διαβάζει μόνος του. Όσο διαβάζει τόσο αλλάζει μορφή. Οι άλλοι μαζεύονται γύρω του και προσπαθούν να μαντέψουν)

Δ’       ΣΚΗΝΗ

(Εκείνη τη στιγμή ακούγονται άγρια χτυπήματα στην πόρτα. Φωνές άγριες απ’ έξω)

ΑΓΑΣ: Ανοίξτε ωρέ γκιαούρηδες. Θα σπάσω την πόρτα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Πάρε τα παλληκάρια, ωρέ Τζαννή. Στάσου εδώ δίπλα. Μη φύγετε. Αυτοί οι πεζεβέγκηδες μπορεί να μας χαλάσουν. Γι’ αυτό να ’χετε το νου σας.

ΣΤΡΑΤΗΣ: Κι ο νεκρός;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Καλά, θα βρω μια δικαιολογία.

ΑΓΑΣ: Α, ωρέ. Θα σας αφανίσω. Θα σας πετσοκόψω. Ανοίξτε είπα…

(Οι άντρες φεύγουν. Η Καπετάνισσα κάνει νόημα στις γυναίκες. Πηγαίνει κι ανοίγει αφού οι γυναίκες έχουν κάτσει κάτω. Αγάς και Τούρκοι ορμάνε μέσα με τα σπαθιά στα χέρια.)

ΑΓΑΣ: Μα τον Αλλάχ, δε γλιτώνετε. Πού ’ναι ωρέ θεοκατάρατη; (βλέπει τις γυναίκες που είναι γύρω στο νεκρό)

ΑΓΑΣ: Τι είναι πάλι τούτος εδώ; Από τον ουρανό έπεσε; Ποιος γκιαούρης είναι;

ΤΑΣΣΩ: Στην πόρτα τον βρήκαμε Αγά μου, καθώς ερχόμαστε. Δεν τον ξέρουμε.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Φωνάξαμε την Καπετάνισσα. Τον πήραμε μέσα. Πεθαμένος ήταν… Αυτό ’ναι όλο.

ΑΓΑΣ: (γυρνάει γύρω γύρω) Έτσι ε; Αυτό είν’ όλο… Αυτά είχατε να πείτε;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Αυτό ‘ναι όλο. Τίποτ’ άλλο. Άσε τις γυναίκες να μοιρολογήσουν το νεκρό.

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ: (πλησιάζοντας το νεκρό) Αυτόν τον ξέρω τον βρωμογκιαούρη. Τον χαλάσαμε στη ρεματιά.

ΑΓΑΣ: Τι λες ωρέ, αλήθεια;

2ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Αλήθεια πολυχρονεμένε μου Αγά. Μα τον Προφήτη, τον είδα κι εγώ. Δεν ξέρω πως τα κατάφερε και έφτασε μέχρι εδώ.

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Την ώρα που θα τον πιάναμε, μπήκαν στη μέση κάτι γκιαούρηδες κι άρχισαν να μας ρίχνουν.

2ος  ΤΟΥΡΚΟΣ: Βρήκε τότε την ευκαιρία και το ’σκασε.

ΑΓΑΣ: Ώστε έτσι; Τότε… (κοιτάζει φιλύποπτα την Καπετάνισσα. Την πλησιάζει, ενώ αυτή έχει σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και τον ατενίζει περήφανα)

ΑΓΑΣ: Εσύ κυρά…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι εγώ Αγά;

ΑΓΑΣ: Λέω… εσύ… δεν ξέρεις τίποτε; Ε;…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Γιατί να ξέρω Αγά; Θαρρείς πως τον ξέρω τούτον εδώ; Ούτε απ’ τα μέρη μας είναι. Στην πόρτα μου βρέθηκε, κι οι γυναίκες…

ΑΓΑΣ: (ειρωνικά) Οι γυναίκες λοιπόν. (αγριεύει) Λέγε γκιαούρισσα γιατί σ’ έσφαξα. Τι γύρευε αυτός εδώ; Γιατί να διαλέξει, λέω, τη δική σου πόρτα;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Αγά, παράτα τις παλικαριές, γιατί μα το Θεό…

ΑΓΑΣ: Για λέγε καταραμένη, λέγε, τι θα κάνεις;

Ε’     ΣΚΗΝΗ

(Μπαίνει εκείνη τη στιγμή ο Γιαννιός. Δεν τον έχει πάρει κανένας χαμπάρι. Πηγαίνει στον Αγά και του φωνάζει ένα φοβερό «μπαμ». Αυτός πετάγεται τρομαγμένος κι αρκετά κωμικά)

ΑΓΑΣ: Σκύλε. Χαλάστε τον μωρέ.

(τρέχουν οι Τούρκοι)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (μπαίνοντας στη μέση) Πίσω ωρέ. Αφήστε το Γιαννιό, είπα.

ΑΓΑΣ: Κάνε πέρα ωρή και σε σφάζω.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Έλα ωρέ Αγά, παλικαρά. Που ’μαθες τώρα να τα βάζεις και με γυναίκες.

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Να τη σφάξω, Αγά;

2ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Άστηνε  σε μένα, Αγά.

ΑΓΑΣ: Πίσω ωρέ. Θα μας πάρουνε για κιοτήδες.

(Οι γυναίκες στο μεταξύ κύκλωσαν την Καπετάνισσα. Στα πόδια της ο Γιαννιός εξακολουθεί να κρύβεται και να μουρμουρίζει το τραγούδι του «θα τους κρεμάσουμε τους σκύλους…». Καθώς ξεφεύγουν πιο πέρα, φεύγει κι αυτός και μασουλώντας ένα ξεροκόμματο τραγουδάει πάντα)

ΑΓΑΣ: Ψάξτε, ωρέ καλά. Μπορεί εδώ μέσα να κρύβονται κι άλλοι. Για να ’ρθει αυτό το θρασίμι εδώ, πάει να πει ότι κάτι ή κάποιον θα γύρευε. (οι Τούρκοι ψάχνουν)

(Ο Γιαννιός τους προκαλεί. Πηγαίνει πίσω τους, στα βήματά τους, τραγουδώντας και χορεύοντας. Αυτοί τον κλωτσάνε. Στο τέλος ο Αγάς βγάζει το μαχαίρι του κι ορμάει στον τρελό)

ΛΕΝΙΩ: (τρέχοντας προς το μέρος του Γιαννιού) Μη… μη… για το Θεό…

(Πέφτει πάνω στο μαχαίρι του Αγά και λαβώνεται. Οι άλλες πάνε κοντά της.)

ΛΕΝΙΩ: (Βγάζει κραυγή)  …. Αχ …. Θεοκατάρατοι με φάγατε… την κατάρα μου…

(Γίνεται αναταραχή. Οι γυναίκες στριγκλίζουν. Βλέπουν μια το μαχαίρι και μια τη Λενιώ που είναι στα πόδια του.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Θα πληρώσεις ωρέ Αγά. Εγώ θα σε χαλάσω…

ΦΡΟΣΩ: (φωνάζει) Καπτα – Τζαννή… παλικάρια…

(Μουσική υπόκρουση θριαμβευτική)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Βγάζει ένα μαχαίρι και ορμάει στον Αγά. Ο Γιαννιός τον πιάνει απ’ τα πόδια και τον ρίχνει κάτω. Η Καπετάνισσα τον καρφώνει με το μαχαίρι.) Να… να… ωρέ…

ΤΖΑΝΝΗΣ: (μπαίνοντας με τα παλικάρια του) Ορμάτε τους μωρέ… φάτε τους…

(Τα παλικάρια του σκοτώνουν τους Τούρκους, ενώ ο Γιαννιός εξαφανίζεται)

ΑΓΑΣ: (βογκώντας) Με φάγατε μωρέ… (σβήνοντας) Με φάγατε…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (υψώνει και κοιτάζει το μαχαίρι) Εγώ στο ’ταξα Αγά. Εγώ σε χάλασα. Με τούτο το μαχαίρι θα χαλάσουμε και την Τουρκιά.

ΤΖΑΝΝΗΣ: (πηγαίνει κοντά της) Σύχασε τώρα…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, άντρα μου. Ότι γράφει δεν ξεγράφει. Μπήκαμε για τα καλά στο χορό και θα χορέψουμε…

ΦΡΟΣΩ: (με χαρά) Το ’δειξες καλά, Καπετάνισσα, πως γίνεται ο καλός χορός…

ΛΕΝΙΩ: Το χορό της ζωής και του θανάτου. Γεννάει με το ’να χέρι η γυναίκα, γεννάει τη ζωή… κι αν χρειαστεί με τ’ άλλο σπέρνει και το θάνατο.

ΓΙΩΡΓΗΣ: Μα πως το ’κανες Καπετάνισσα;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (βγαίνοντας στο προσκήνιο και κοιτάζοντας στο βάθος της αίθουσας, ενώ ακούγεται μουσική υπόκρουση): Υπάρχει εδώ μέσα μια καρδιά. Μια καρδιά που μας προστάζει. Είν’ ο Θεός κι ο τόπος τούτος, η Ελλάδα θέλω να πω. Μια καρδιά και τα δυο… Αυτά μας παίρνουν το χέρι κι αυτά κινούνε τα πόδια και τους λένε: Τραβάτε μπροστά μωρέ… τραβάτε…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (συνέρχεται και λέγει στο Τζαννή) Και τώρα πετάξτε έξω τα θρασίμια. Κι εσύ καπτα – Τζαννή, ξήγα μας τη γραφή.

ΣΤ’     ΣΚΗΝΗ

(Οι άντρες μεταφέρουν τους νεκρούς Τούρκους έξω)

 

ΤΖΑΝΝΗΣ: Και τώρα αδέρφια ήρθε η μεγάλη ώρα. (Βγάζει ένα χαρτί από τον κόρφο του) Μα δεν είμαι άξιος εγώ να σας εξηγήσω τη γραφή τούτη.

ΦΩΝΕΣ: Μα τι λες… καπτα – Τζαννή… Ποιος είναι… Τι λέει….

ΤΖΑΝΝΗΣ: Κάντε πέρα αδέλφια. Σταθείτε γύρω. Θα σας δείξω τώρα αυτόν που θα μας ορμηνέψει τη γραφή και θα μας πει τις βουλές των Καπεταναίων. (Φεύγει και οι άλλοι μιλάνε μεταξύ τους)

ΦΩΝΕΣ ΑΝΑΚΑΤΕΣ: Μα τι λέει… Ποιο θα μας δείξει… Άλλο και τούτο…

(Μπαίνει ο καπτα – Τζαννής και κρατάει απ’ το χέρι τον τρελο – Γιαννιό. Σούσουρο. Φωνές: «Ο Γιαννιός… Ο Γιαννιός…»

ΤΖΑΝΝΗΣ: Δεν έχω πολλά να πω. Αυτός εδώ δεν είν’ ο Γιαννιός…

ΦΩΝΕΣ: Τι λες… Ποιος είναι… Ποιος είναι…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Ο Ασημάκης Ζαΐμης. Από τους πρώτους Φιλικούς. Κεφάλι μεγάλο μαθές Εμείς δεν είμαστε τίποτε μπροστά του.

ΦΩΝΕΣ: Τι λες… Αλήθεια ωρέ… Και πως…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Συχάστε  ωρέ, συχάστε. Θα σας ξηγήσει ο ίδιος τη γραφή. Ν’ ακούτε μόνο. Ο Ασημάκης θα μας ορμηνεύει από δω και πέρα.

(Ο Τζαννής πάει με τα παλληκάρια. Μένει ο Ασημάκης με σταυρωμένα τα χέρια. Έχει επίσημο ύφος.)

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Πατριώτες… Πατριώτες, ο Θεός της Ελλάδος είναι μεγάλος. Είναι παντού. Είναι μαζί μας αυτή τη στιγμή. Δυο χρόνια είναι τώρα που μ’ εντολή της Εταιρείας κατέβηκα στο Μοριά να φωτίσω τους πατριώτες στο μεγάλο μυστικό. Τα δυο αυτά χρόνια πέρασα βουνά… κάμπους… ποτάμια… Έμεινα νύχτες νηστικός, μ’ έφαγαν τα χιόνια και οι ζέστες… Εδώ ήμουνα ο τρελο – Γιαννιός. Σ’ άλλο χωριό ο Γιάννης ο πραματευτής κι αλλού πάλι ο καλόγερος Ιωάννης. Όπου και να ‘μουν όμως μέσα μου μίλαγε η φωνή της Πατρίδας. Γνώρισα κόσμο και κοσμάκη. Παντού είν’ όλοι έτοιμοι για το ξεσηκωμό. Και τώρα θα σας εξηγήσω τη γραφή. (ξετυλίγει το χαρτί και διαβάζει), (μουσική υπόκρουση, μυστηριακή)

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών βλέποντες ότι μας καταφρονεί το Οθωμανικόν Έθνος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπο, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνομεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Αδέλφια. Αυτή είναι η πρώτη διακήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Σε λίγες μέρες θα ’ναι στα χέρια όλων των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εγώ ο Ασημάκης Ζαΐμης σας λέω τούτο΄ θα νικήσουμε και θα ελευθερωθούμε. Είναι θέλημα του Θεού. Ήρθε η άγια ώρα.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Και πότε θα γίνει ο σηκωμός; Όλος ο κόσμος εδώ είναι ξεσηκωμένος. Ρωτούν να μάθουν.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ασημάκη. Κάτι άλλο.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Τι θες, Καπετάνισσα;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Θέλω να μας λογιάζεις κι εμάς τις γυναίκες στον αγώνα. Κοντά σας. Μαζί σας.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Τ’ απόδειξες Καπετάνισσα, πριν από λίγο. Δεν μπορεί κανένας να σου πει όχι. Κι εγώ να στο ‘λεγα, εσύ πήρες μονάχη σου το δικαίωμα. Μαζί μας λοιπόν. Η Ελλάδα έχει ανάγκη όλα τα παιδιά της.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Μπράβο καπετάνιε… μπράβο…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Σε λίγο όλη η Ελλάδα θα ’χει σηκωθεί στο πόδι. Με πέτρες, με ξύλα, με μαχαίρια, με ντουφέκια. Όλοι μας θα ξεκινήσουμε για το μεγάλο αγώνα. Όποιος μπορεί να σηκώσει στο χέρι του έστω κι ένα λιθάρι, θα ’ναι χρήσιμος.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Και πότε θα γίνει ο σηκωμός; Δε θα μας πεις;

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Ορίστηκε για τις 25 του Μάρτη.

ΝΙΚΟΛΗΣ: Σημαδιακή μέρα.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μεγάλη η χάρη της Παναγίας που γιορτάζει.

(Εδώ ακούγεται το «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον…» από όλους)

ΓΙΩΡΓΗΣ: Μεγάλη μέρα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Όμως η μέρα είναι ακόμη μακριά κι εδώ τα πράγματα αλλάξανε.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Οι Τούρκοι θα ζητήσουν σε λίγο τον Αγά. Τους άλλους.

ΤΑΣΣΩ: Τι γίνεται;

ΦΡΟΣΩ: Κάτι πρέπει να γίνει…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Λέγε Ασημάκη. Ποια είναι η γνώμη σου;

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Συχάστε ωρέ πατριώτες. Οι Καπεταναίοι στη Βοστίτσα αποφάσισαν να γίνει στις 25 του Μάρτη. Όμως τώρα πρέπει μόνοι μας να διαφεντέψουμε τη ζωή μας και τον τόπο μας. Γι’ αυτό λοιπόν, γονατίστε…

ΣΤΡΑΤΗΣ: Τι λες, ωρέ; Έχασες το μυαλό σου;

ΤΖΑΝΝΗΣ: Σώπα εσύ Στρατή. Πράξε μόνο ότι λέει…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Γονατίστε είπα… (υπακούουν και γονατίζουν όλοι, άντρες και γυναίκες. Μουσική υπόκρουση)

(Ο Ασημάκης βγάζει μια παλιά σημαία, κουρελιασμένη σημαία, μέσα απ’ το σελάχι του. Την ξετυλίγει μ’ ευλάβεια. Βγάζει το σπαθί του και τη βάζει στην άκρη του. Τη σηκώνει ψηλά)

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Να ορκιστούμε αδέλφια. Σε τούτο το πανί που ’ναι ότι σπουδαιότερο για όλους μας…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μια σημαία…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Ναι, μια σημαία… Είναι κάτι ιερό. Και τώρα όλοι πείτε μαζί μου ότι θα λέω εγώ: Ορκίζομαι…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ορκίζομαι…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: … να πολεμήσω για την πίστη…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: … να πολεμήσω για την πίστη…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: … και για την Πατρίδα.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: … και για την Πατρίδα.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: (δυνατά) Ελευθερία ή Θάνατος

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ελευθερία ή Θάνατος

(και φιλάνε με τη σειρά την άκρη της σημαίας με πρώτο τον Ασημάκη)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Πατριώτες… πατριώτες… Ακούστε. Ο τόπος μας είναι κιόλας λεύτερος. Λεύτερος λέω…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Λευτεριά ή θάνατος

ΤΖΑΝΝΗΣ: Αδέρφια. Πάμε τώρα να το πούμε σ’ όλους. Να κατέβουνε τα παλληκάρια απ’ τα βουνά. Να μαζωχτούν οι γυναίκες. Να οργανωθούμε. Αρχίζει ο αγώνας.

ΤΖΑΝΝΗΣ: (στον Ασημάκη) Σ’ ευχαριστούμε, Ασημάκη. Ο τόπος μας θα στο χρωστάει.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Τίποτε δε μου χρωστάτε. Πατρίδα είναι ο κάθε ελληνικός τόπος. Γι’ αυτό ας πάει ο καθένας εκεί που μας προστάζει το ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ. Πάμε…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Λευτεριά ή Θάνατος…

(Κλείνει η σκηνή, βγαίνουν όλοι μπροστά και λένε τον Εθνικό Ύμνο)

Πηγή: thranio.gr