Λήξη διδακτικού έτους

Θεατρικο για ληξη σχολικου έτους: "τα 3 δένδρα"

Created: Thursday, 29 May 2014 10:24
Hits: 16139

Μονόπρακτο δράμα

του Σ.Π.Παπασηφάκη

δάσκαλος

Επιμορφωτής Θεατρικής Παιδείας Ν.Ε.Λ.Ε. Ευβοίας

ΔΙΑΝΟΜΗ

Μπάρμπα- Πέτρος

Γερο-Πεύκος

Τεμπέλης

Πιρπιρής

Φιρφιρής

Τιρτιρής

Δασοφύλακας

Δασονόμος

Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου

Φωτογράφος

Περιστέρι

Α΄ Ξυλοκόπος

Β΄ Ξυλοκόπος

Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, πεύκα

(Όταν ανοίγει η αυλαία βλέπουμε μπροστά μας ένα δάσος από πεύκα. Δεξιά είναι μία καλύβα στην οποία μένει ο μπάρμπα Πέτρος. Μπροστά  από την καλύβα είναι δύο σκαμνάκια και ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι. Στο κέντρο της σκηνής είναι ο Γερο-Πεύκος με τον Τεμπέλη και αριστερά είναι τρία μικρά πευκάκια.)

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: Δεν ξέρεις πόσο με κόβει αυτό το σκοινί.

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Είναι επειδή χόντρυνες. Δεν είναι τίποτα, το είχα πάθει κι εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σας.

ΤΙΡΤΙΡΗΣ: Βρε ποια ηλικία μας; Μου ...καμώνεσαι το μεγάλο. Σε φυτέψανε ένα μήνα πριν από μας και κάτι τρέχει. Άμα ήταν έτσι εκείνος ο γερο-πεύκος τι έπρεπε να πει;

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Εγώ θα σας αποδείξω ποιος είναι πραγματικά ο μεγάλος. Λοιπόν άκου Πιρπιρή, θυμάσαι τότε που είχε έρθει μια παρέα για πικ νικ και είχε καθίσει κάτω από κείνο το γερο -πεύκο;

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: Ναι, το θυμάμαι, και λοιπόν;

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Λοιπόν θυμάσαι εκείνο το χοντρό που έφαγε τον αγλέουρα και μετά ξαπλώθηκε χάμω φαρδύς πλατύς και φούσκωνε και ξεφούσκωνε; Ουφ-ουφ! (Κρατάει το στομάχι του και τον παρασταίνει)

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: Τον θυμάμαι.

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Λοιπόν, μόλις δεις τον παππού θα κάνεις κι εσύ το ίδιο.

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: Και θα μου αχαμνίσει το σκοινί;

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Σίγουρα!  Τι τα φοράμε τα γαλόνια.

(Εκείνη την ώρα βγαίνει από την καλύβα ο μπάρμπα-Πέτρος. Είναι ένας παππούς με άσπρα γένια και καλοκάγαθο πρόσωπο)

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΠΕΤΡΟΣ: (Περνά μπροστά από το γερο πεύκο και τον τεμπέλη. Στον γερο-πεύκο ) Βρε τι κάνεις γέρο μου,  (Κοιτάζει τα κλαδιά και τα φύλλα του. Τον καθαρίζει λιγάκι.)

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: (Στον τεμπέλη) Όποτε με βλέπει, θυμάται τα χρόνια του. Είμαι βλέπεις το πρώτο δέντρο που φύτεψε σαν ήρθε τότε παλικάρι σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη. (Ο μπάρμπα Πέτρος  συνεχίζει να τον εξετάζει)

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Δηλαδή πόσων χρονών είναι;

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: Εκατοχρονίτης πάνω κάτω, σαν κι ελόγου μου.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Εμένα δε μου κάνει τόσα κανάκια και χαϊδέματα.

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: Έλα μην έχεις παράπονο, όλα τα δέντρα και τα φυτά που είναι δω τ’ αγαπάει. Σάμπως τι ήταν η περιοχή πριν να’ ρθει αυτός. Ένα μέρος που ντρεπόσουνα να το δεις. Δέντρο-δέντρο με τα χέρια του το φύτεψε αυτό το δάσος. Και  θαρρείς ο Θεός το ευλόγησε και θράσεψε και τράνεψε κι έγινε το δάσος που είναι σήμερα. (Με υπερηφάνεια) Το περίφημο δάσος της Ανεραγής. Κι ενώ παλιά μόνο κατά τύχη περνούσε κανένας από δω, σήμερα όλοι έρχονται να το θαυμάσουν και ντόπιοι και ξενομερίτες. Έ κι αν αγαπάει τα δέντρα πιότερο από σας, συχώρα τον, εμάς βλέπεις μας θεωρεί παιδιά του.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: (Στο μεταξύ ο μπάρμπα-Πέτρος καθαρίζει λίγο και το θάμνο)  Δεν έχει παιδιά δικά του;

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: Ποιος ξέρει τι κρύβει κάθε άνθρωπος μέσα του. Στην αρχή, σαν ήρθε, καθόταν με τις ώρες σ’ εκείνο το ψήλωμα. Μονολογούσε, χειρονομούσε, έκλαιγε... Έπειτα, σαν πέρασε λίγος καιρός, ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλεία κι έπαψε να κάθεται κει. Ξέχασε; Ποιος ξέρει; (Ο μπαρμπα-Πέτρος προσπερνάει το γερο-πεύκο και πηγαίνει προς τα μικρά. Ο  Φιρφιρής σκουντάει τον Πιρπιρή)

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Όπως σου’ πα.

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: (Κρατώντας δήθεν το στομάχι του)  Ουφ!  Ουφ!  Ουουφ!

Μ. ΠΕΤΡΟΣ:   (Που κοντοστέκεται)  Βρε! Πως μεγάλωσες έτσι εσύ; Σε σφίγγει το σκοινί ε; Χόντρυνε ο κορμός σου βλέπεις. Μη φοβάσαι θα σου το χαλαρώσω εγώ. (Λύνει το σκοινί που στερέωνε το δεντράκι στον πάσαλο και το ξαναδένει πιο χαλαρά.) Εντάξει τώρα; Εντάξει. (Ο μπάρμπα-Πέτρος φεύγει στο βάθος.  Ο Φιρφιρής ρίχνει από μία φάπα στον Πιρπιρή και στον Τιρτιρή. Όταν προσπαθούν να μιλήσουν τους κάνει νεύμα να το βουλώσουν.)

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: Αυτός έχει πάρει μαθήματα από σένα.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Τι ήθελες να είναι, κορόιδο;

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: Απορώ πως ένα πεύκο έχει κληρονομήσει χαρακτηριστικά χαμόδεντρου.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Ο κύριος βλέπεις είναι ψηλός, ο κύριος έχει μονοπώλιο  την εξυπνάδα.

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Τι να πεις κι εσύ τρομάρα σου, σούρνεσαι κει χάμω σαν τα φίδια.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Εγώ, εγώ είμαι ευχαριστημένος εδώ. Μάσες, ξάπλες και δεν τρέμει το φυλοκάρδι μου σαν κι εσένα κάθε ώρα και στιγμή. Θυμάμαι την άλλη φορά που ήρθαν οι ξυλοκόποι, σε έλουσε κρύος ιδρός. Φούσκωνες τα μούσκλια σου για να μη σε περάσουν για γέρο και σε κόψουν.

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Κοίτα ποιος μιλάει, βρε συ όλο το χειμώνα είσαι μες στη λάσπη χωμένος τρομάρα σου. Πέρσι το χειμώνα δε σε είχε πιάσει ψύξη; Αλλά αυτά τα ξεχνάς. Θυμάσαι εκείνο το τρακτέρ που παρέσυρε τον ξάδερφό σου; Ακόμα  ψάχνουνε να τον βρούνε.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Ο ...ξάδερφός μου αν θες να ξέρεις κύριε, στάθηκε πιο τυχερός από μας. Φύτρωσε ένα μίλι πιο κάτω και ρεμπελεύει μια χαρά τώρα δίπλα σε ένα ποτάμι. Μου το ’πε η κουκουβάγια. Μακάρι να μπορούσα να πάω και εγώ εκεί κάτω.

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Μα ...αφού είναι ο ξάδερφός σου φτάνει. Έχουνε πιάσει από σόι τώρα, τι να σε κάμουν εσένα;

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: (Κοροϊδευτικά) Καλύτερα έτσι χαμόδεντρο, παρά ψηλός και λυγερός σαν κάποιους άλλους που, αν τη γλυτώσουν από τον ξυλοκόπο τους βουτάνε οι καραβοκύρηδες. Κακομοίρη μου, λίγα είναι τα ψωμιά σου. Έτσι ψηλός και περήφανος που είσαι, είσαι ότι πρέπει για κατάρτι. Θα σε ξεπετσιάσουνε, θα σε βερνικώσουνε, και ξέρεις πως βρωμάει το βερνίκι, από το ρετσίνι το φτιάχνουνε λέει, έβαλες τα χέρια σου, έβγαλες τα μάτια σου, ούτε να αναπνεύσεις δε θα μπορείς φουκαρά μου!

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Ζηλεύεις βρε, το ξέρω γιατί εγώ είμαι δω ψηλά, αναπνέω καθαρό αέρα, ανοίγονται ορίζοντες μπροστά μου.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Άμα  σε ξαπλώσουνε χάμω τότε να δεις τι ορίζοντες θα ανοιχτούνε μπροστά σου, θαλασσιοί. Βρε υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να μη σε αναγνωρίζουν οι άλλοι, να μη σου δίνουνε σημασία. Περνάς ήρεμη και ...πολύχρονη ζωή.

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: (με έπαρση) Εμένα έρχονται την άνοιξη όλα τα πουλιά στα κλαδιά μου και τραγουδάνε. Τα ερωτευμένα ζευγαράκια κάθονται κάτω από τη σκιά μου και μουρμουρίζουν ερωτόλογα.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ(τον διακόπτει) Σαχλαμάρες μουρμουρίζουνε, ρώτα με κι εμένα που τα ακούω.

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Ακόμη και ο άνεμος μου τραγουδά καθώς χώνεται μέσα στα φύλλα μου.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: (Βάζει το αυτί του στο έδαφος και αφουγκράζεται) Πάψε κάτι ακούω. Έρχονται άνθρωποι κατά δω.(Στη σκηνή μπαίνουν δύο ξυλοκόποι.)

Α΄ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Μου παν πως είναι ένα γέρικο πεύκο κάπου εδώ γύρω.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: (Ο γερο-πεύκος πιάνει ένα όργανο γυμναστικής με ελατήρια το οποίο τεντώνει.) Τεντώσου λίγο, ίσιωσε την πλάτη σου γιατί δε σε βλέπω καλά. (στους ξυλοκόπους που ψάχνουν κείνη την ώρα) Δεν υπάρχει εδώ πέρα γέρικο πεύκο, αϊ πηγαίντε παρά πέρα.

Β΄ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Είσαι σίγουρος ότι σου παν εδώ; δεν πιστεύω να εννοούσαν αυτόν, αυτός είναι νέος ακόμα. Για πάμε πάρα πέρα. (φεύγουν)

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: (Ξεφουσκώνει) Φουου!

ΤΕΜΠΕΛΗΣ:  Οφθαλμίατρος τους χρειάζεται.

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: (Ασθμαίνοντας) Άστα τώρα αυτά, εσύ κατά βάθος μ’ αγαπάς. Πάντως φτηνά τη γλύτωσα και τούτη τη δόση.

(Στη σκηνή επικρατεί για λίγο ησυχία. Σε λίγο βγαίνει έξω ο μπάρμπα Πέτρος και κάθεται σε ένα σκαμνάκι. Τότε έρχεται ο δασοφύλακας ξεπνοϊσμένος).

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ:  Καλημέρα.

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: Καλώς τον, τι νέα;

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ: (Ξέπνοα)Κάθισε λίγο να ξεκουραστώ και θα στα πω, δεν είμαι και παιδί πια, κουράστηκα ν’ ανέβω ίσαμε δω πάνω. (Ύστερα από μικρή παύση) Η υπηρεσία μας έστειλε ένα έγγραφο. Έμαθαν λέει για τον τόπο τούτο από ένα άρθρο μιας εφημερίδας. Θα’ ρθουν  να μιλήσουν.

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: Να μιλήσουν και να πουν τι; Ποιος θα έρθει;

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ: Θα έρθει ο γενικός διευθυντής τους τμήματος δασών του υπουργείου γεωργίας. Θα μιλήσει για τα δάση, το περιβάλλον και τα λοιπά.

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: Περίμενε λίγο! (Ο μπάρμπα Πέτρος πηγαίνει μέσα και ετοιμάζει κάτι να κεράσει το δασοφύλακα)

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: (Που ακούει την κουβέντα) Πάει τη βάψαμε. Άμα ακούω πολλούς τίτλους αρχίζω και κουμπώνομαι.

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Και τι σε μέλει εσένα βρε ποιος θα έρθει;

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Αχ καημένε, τι να πεις, εσένα σε έβλαψε ο πολύς και καθαρός αέρας. Για να αποφασίσουν αυτοί να ασχοληθούν μαζί μας κάτι ετοιμάζουν. Δε μας θυμηθήκανε για καλό.

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: (Που επιστρέφει με ένα μπουκαλάκι και δυο μικρά ποτηράκια) Πιες, είναι ρακί πρώτης μου το φέρανε από την πόλη. (Του βάζει) Λοιπόν;

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ: Λοιπόν μετά από το έγγραφο του υπουργείου, τρέχουμε και δε φτάνουμε στην υπηρεσία. Ο δασονόμος κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα. Πρέπει να κάνει όλες τις ετοιμασίες. Σου λέει, δε θες κάτι να μην του αρέσει και να με στείλει δασοφύλακα στην Παντάνασσα.

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: Και για πότε με το καλό;

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ: Στις δέκα του αλλουνού. (Πίνουν από ένα ποτηράκι ακόμη, κάνει πρόποση) Ψυχή βαθιά.(Ύστερα από λίγη παύση με μαλακότερο τόνο στη φωνή του) Κοίταξε μπάρμπα Πέτρο, από κάτι που πήρε τ’ αυτί μου, μέσες άκρες δηλαδή, μου φαίνεται ότι θέλουν να φτιάξουν ξενοδοχειακή μονάδα. (Ο μπάρμπα Πέτρος του βάζει μια ρακί ακόμη, ενώ ο τεμπέλης κάνει χαρακτηριστικό νόημα στο γερο πεύκο)

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: Έ, κι ύστερα;

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ: Όλα θ’ αλλάξουν εδώ μπάρμπα Πέτρο, τίποτα δε θα ’ναι πια σαν και πριν. Ίσως...

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: (Τον διακόπτει) Κοίταξε φίλε μου, όλα του Θεού είναι, δοκιμάζει τις αντοχές μας. Και στο κάτω-κάτω  εμείς ζήσαμε, τι άλλο θέλουμε, ας πάει μπροστά η ζωή! Μόνο, να, εκείνα τα δέντρα σκέφτομαι, τι θ’ απογίνουν; Τα έχω σαν παιδιά μου... (Βάζει από μια ρακί ακόμη.)

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ: (Πίνουν.) Αλήθεια δεν μου έχεις μιλήσει για σένα, πως τ’ αποφάσισες κι ήρθες σ’ αυτά τα μέρη, οικογένεια είχες, παιδιά;

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: (Βάζει ένα ποτηράκι ρακί που το πίνει μονομιάς)   Σαν ήμουν νέος έκανα την κουτουράδα σαν τόσους άλλους να παντρευτώ. (Ο γερο-πεύκος με τον τεμπέλη στήνουν τ’ αυτί) Σαν παντρεύτηκα λοιπόν, μου φαινόταν πως η γυναίκα μου  δε μ’ αγάπαγε, γιατί ποτές δε μου’ πε όμορφα λόγια. Όμως εκείνη έβαζε μπροστά μου το πρώτο πιάτο στο τραπέζι, εκείνη έχωνε το χέρι της βαθιά μέσα στην πλάτη μου,  να δει αν ήμουν ιδρωμένος σα γύρναγα απ’ τ’ αμπέλι και μ’ άλλαζε από κλωστής. Και στα τρία χρόνια που μου’ ζησε, μ’ άφησε τρία παιδιά, όλα σερνικά! Βλέπεις ο καθένας έχει τον τρόπο του να νιώθει. Ήταν όμως σαν τη μυγδαλίτσα, αδύνατη και χλωμούλα. Σαν έφυγε, πάσχισα να μεγαλώσω τα παιδιά, άνδρας και γυναίκα μαζί. Μα είπαμε, ο Θεός δοκιμάζει τις αντοχές μας. Τά’ χασα και τα τρία την ίδια μέρα. Με χώμα στα μάτια. Κατάμαυρα μου τα βγαλαν από τ’ ορυχείο. Μόνος μου τα’ πλυνα ένα-ένα και τα τρία κορμιά...

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Το’ βλεπα  ότι στην άκρη των ματιών του τρεμόπαιζε ώρες- ώρες ένα δάκρυ, όπως μια δροσοσταλίδα στα φύλλα τα πρωινά.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Σώπα! Σώπα ν’ ακούσουμε!

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ: (Με αγωνία) Κι ύστερα;

Μ.ΠΕΤΡΟΣ: Ύστερα... ύστερα ήρθα εδώ κι αφού δε μπορούσα να’ χω παιδιά φύτεψα στη θέση τους τρία δέντρα. Τώρα δεν έχω πια παιδιά, έχω τρία δέντρα.

(Στο σημείο αυτό μπαίνει μουσική και τελειώνει η πρώτη σκηνή)

ΣΚΗΝΗ Β

(Όταν ανοίγει η αυλαία είναι στη σκηνή αρκετός κόσμος. Κύριοι μεσόκοποι  με γραβάτες, νεαροί κομψευόμενοι, γυναίκες με παιδιά που τις τραβούν από τις φούστες, πλανόδιοι πωλητές. Ανάμεσα στους ...επώνυμους είναι ο δασονόμος, ο γραμματέας του υπουργείου συνοδευόμενος από μία όμορφη ύπαρξη και δύο τρεις παρατρεχάμενοί του. Μαζί είναι και ένας φωτογράφος ο οποίος τραβά μερικές χαρακτηριστικές φωτογραφίες. Στη μέση υπάρχει ένα βάθρο από το οποίο θα μιλήσει ο καλεσμένος.)

ΔΑΣΟΝΟΜΟΣ: (Πλησιάζει προς το βήμα. Μιλά με έντονα τα σημάδια του άγχους που τον διακατέχει λόγω της παρουσίας του Γενικού) Κυρίες και κύριοι, σήμερα είναι μία ξεχωριστή μέρα για την πόλη μας. Το Υπουργείο Γεωργίας αποφάσισε να φτιάξει στην πόλη μας, σ’ αυτό εδώ το περίφημο δάσος της Ανεραγής, ένα τεράστιο ξενοδοχειακό συγκρότημα το οποίο θα κοσμήσει την περιοχή μας και θα βοηθήσει τα μέγιστα στην οικονομική ανάπτυξή της. Αλλά περισσότερα γι’ αυτό το πρόγραμμα, θα μας πει ο εκλεκτός ομιλητής μας Κος Στυλιανός Σισμάνογλου, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Γεωργίας. (Με έκδηλη υποτέλεια)Παρακαλώ θερμά τον ομιλητή μας να έλθει στο βήμα. (Όση ώρα μιλά ο δασονόμος και ο γραμματέας του υπουργείου, τα δέντρα παρακολουθούν με έκδηλη ανησυχία. Ο τεμπέλης κάνει συνεχώς γκριμάτσες και χειρονομίες)

Κος ΓΕΝΙΚΟΣ: (Προχωρεί στο βήμα με ύφος δέκα καρδιναλίων. Πιάνει το μικρόφωνο και φυσά μια-δυο φορές για να διαπιστώσει ότι εργάζεται κανονικά. Ο δασονόμος τοποθετεί στο έδρανο ένα ποτήρι με νερό.)  Κυρίες και κύριοι, είναι μεγάλη η χαρά μου που ευρίσκομαι κοντά σας. Είναι μεγάλη η χαρά μου, που έλαχε σε μένα ο κλήρος να σας ανακοινώσω αυτό το τόσον ευχάριστων  γεγονός.(Ο τεμπέλης χειρονομεί) ... Το Υπουργείον Γεωργίας, στην γραμματείαν του οποίου έχω την τιμήν να προΐσταμαι, έχει θέσει ως πρώτο στόχον  την προστασία των δασών. Μεριμνούμε για την όσο το δυνατόν καλύτερη ανάπτυξή τους. Φροντίζουμε για την προστασία τους. Γιατί τι θα ήταν η ζωή για μας σήμερα, αν δεν υπήρχαν τα δάση; Τι θα ήταν για μας σήμερα η ζωή,  αν δεν υπήρχαν αυτοί οι πνεύμονες του πρασίνου; Το Υπουργείον Γεωργίας, αναγνωρίζοντας το μερίδιο ευθύνης που έχει εναποτεθεί εις την ράχην του, θα συνεχίσει την προσπάθεια πιστό στην ιδέα της ανασυγκρότησης, από την οποίαν πρώτος ευφορείται ο Υπουργός μας αλλά και η κυβέρνηση του Πανελλήνιου Αναγεννησιακού Κινήματος.(Κάνει προσποιητή παύση για να χειροκροτήσει ο κόσμος. Ο δασονόμος σκουπίζεται με ένα μαντίλι και χειροκροτά δυνατά.   Ο τεμπέλης χειροκροτά ειρωνικά κι αυτός). Από  την πρώτη μέρα που αναλάβαμε την κυβέρνηση, θέσαμε ως στόχον την ανάπτυξη της υπαίθρου. Ο πρόεδρος του κόμματος Ανδρέας Λεβέντης (κάνει παύση για χειροκροτήματα), έχει δώσει σαφείς οδηγίες στα συναρμόδια υπουργεία, να προχωρήσουν με ταχείς ρυθμούς σε όλες εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές ( ο τεμπέλης τον παρασταίνει)   που θα αναζωογονήσουν  τη ζωή της υπαίθρου. Στα πλαίσια αυτών των αλλαγών, αποφασίσθηκε η αξιοποίηση του δάσους αυτού. Έχουν ήδη εκχωρηθεί, με νομοθετικό διάταγμα, εκατόν εβδομήντα στρέμματα σε ιδιώτη, ο οποίος θα αναγείρει σ’ αυτό εδώ το σημείο, ένα τεράστιο ξενοδοχειακό συγκρότημα το οποίο θα είναι το κόσμημα όλης της περιφέρειας. Μεγάλο μέρος των κατοίκων της γύρω περιοχής, θα απασχοληθεί σ’ αυτό και η ανεργία που έπληττε  το νομό θα περιοριστεί. Αλλά και πολλά  καταστήματα θα δημιουργηθούν για να καλύψουν τις ανάγκες των περιηγητών. Η πόλη σας θα αλλάξει ζωή. Βέβαια (κομπιάζει λίγο, με χαμηλότερη ένταση) είμαστε αναγκασμένοι να αποψιλώσουμε ένα μεγάλο τμήμα του δάσους, για να μπορέσει να ανεγερθεί το ξενοδοχειακό συγκρότημα αλλά και οι βοηθητικοί  χώροι. Από την άλλη μεριά (ανεβάζει πάλι τον τόνο της φωνής του, ενώ  χτυπά και το χέρι ) έχουμε ήσυχον τη συνείδησή μας ότι πράττουμε το σωστόν. Το μέλλον θα μας δικαιώσει.

(Μαζεύει τα χαρτιά του ενώ οι ακροατές τον χειροκροτούν. Ο δασονόμος   τρέχει πρώτος και του σφίγγει με δουλικότητα το χέρι διπλώνοντας συγχρόνως τη μέση του. Ο φωτογράφος τραβάει δυο τρεις στάσεις.  Ένα κανοναρχισμένο κοριτσάκι του προσφέρει λουλούδια, εκείνος σκύβει και το φιλά ενώ δίνει τα λουλούδια στο δασονόμο. Στο σημείο αυτό μπαίνει μουσική η οποία καλύπτει τις ομιλίες. Ύστερα όλοι με τη σειρά περνούν από μπροστά του και τον συγχαίρουν.  Λίγο-λίγο αρχίζει να αδειάζει η σκηνή από τον κόσμο και τη φασαρία. Αφού μείνει για λίγο άδεια εμφανίζεται ο μπάρμπα Πέτρος με ένα ντενεκέ και μαζεύει τα σκουπίδια που άφησαν πίσω τους φεύγοντας: κουτιά από τσιγάρα, σακουλάκια από γαριδάκια, ντενεκεδάκια της coca-cola ...  Πέφτει η νύχτα. Σε λίγο ακούγεται η φωνή του τεμπέλη...)

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: (Στον γερο-πεύκο) Κοιμάσαι;

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: Ποιος μπορεί να κλείσει μάτι μια τέτοια νύχτα.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Ανησυχείς έ;

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: Στην αρχή έλεγα ότι δε θα μ’ ένοιαζε και τόσο. Έβαζα με το νου μου αυτά τα μικρά πευκάκια που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, που έτσι χωρίς να το καταλάβουν, νομίζοντας πως παίζουν κανένα καινούριο παιχνίδι θα χαθούν κι αισθανόμουνα ντροπή  που έζησα τόσα χρόνια, που είδα τόσες άνοιξες και τόσα καλοκαίρια.  Μα τώρα που αισθάνομαι το τέλος μου, λυπάμαι. Είμαι στέρεα δεμένος με αναμνήσεις μ’ αυτό τον τόπο. Θα μου λείψει ο ήλιος, το παιχνίδισμα του ανέμου μέσα απ’ τα φύλλα  μου, οι εποχές που κυνηγούν η μια την άλλη, η δροσιά η πρωινή που πηδά κελαρύζοντας από το ένα φύλλο μου στο άλλο...

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: (Φανερά συγκινημένος μιλά σχεδόν με λυγμούς) Εγώ θα πάω στο ποτάμι! Δεν ξέρεις τι ωραία είναι στο ποτάμι. Έχει πάει εκεί ο ξάδερφός μου και ρεμπελεύει μια χαρά τώρα κει κάτω. Θα χώσω τη μουσούδα μου στη γη και θα  κρατηθώ στη ζωή. Κι όταν θα έρχονται τα παιδιά να παίξουν  και θα τους φεύγει η μπάλα στην κατηφόρα, θα ανοίγω την αγκαλιά μου και θα την κρατώ. Τα αγόρια έχουν κάτι πέτσινες, βαριές μπάλες με άσπρα και μαύρα τετραγωνάκια! Τα κορίτσια όμως, αχ τα κορίτσια! Τα κορίτσια έχουν ελαφριές μπάλες, σαν πούπουλο είναι και πολύχρωμες, όλων των ειδών τα χρώματα!!  (με δυνατότερη και ραγισμένη φωνή) Και θα είναι τόσο ευχαριστημένα μαζί μου τα παιδιά. Αν δε βρισκόταν εδώ αυτός ο βάτος, η μπάλα μας θα είχε πέσει στο ποτάμι. (ΠΑΥΣΗ)

(Στο σημείο αυτό η μέρα έχει σηκωθεί πιο πολύ.)

ΓΕΡΟ- ΠΕΥΚΟΣ: Λες να το έχουν καταλάβει τα παιδιά;

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Όχι, τα παιδιά τα καταλαβαίνουν όλα εκ των υστέρων. Μπορεί να μην καταλάβουν και τίποτα. Ίσως  να είναι καλύτερα έτσι. Μειώνεται η χρονική περίοδος του Πόνου. Κάποτε καθόταν εδώ στη ρίζα σου ένας καθηγητής με γυαλιά κι έλεγε μια ιστορία σε κάτι παιδιά που τον κοίταζαν χαυνωμένα. Την εποχή των βασιλιάδων λέει, έστελναν πολλούς ανθρώπους  στην καρμανιόλα κι όχι πάντα για σοβαρούς λόγους, πολλοί αποκεφαλίζονταν για ψύλλου πήδημα.. Είχαν ανακαλύψει  ένα τρόπο να κάνουν πιο ευχάριστο το θάνατο αυτών των δυστυχισμένων. Την ώρα που ο δήμιος ήταν έτοιμος να αφήσει το σκοινί και να τους πάρει η γκιλοτίνα το κεφάλι, εμφανιζόταν ένας ολοπλούμιστος ιππότης ο οποίος φώναζε από μακριά: «Σταθείτεε, σταθείτεε, ο βασιλιάς έδωσε χάρηηη». Και πάνω σ’ αυτή την ύστατη στιγμή ευδαιμονίας, άφηνε ο δήμιος το σκοινί και χραπ τους έκοβε η γκιλοτίνα το κεφάλι΄, που κατρακυλούσε σαν καρπούζι μέσα στο καλάθι.

(Ξυπνούν σιγά-σιγά  τα μικρά πευκάκια. Τεντώνονται και χασμουριούνται. Στο χέρι τους κρατούν από ένα κόκκινο μπαλάκι το καθένα. Ο Γερο-Πεύκος κάνει νόημα στον Τεμπέλη να σταματήσει.)

ΓΕΡΟ—ΠΕΥΚΟΣ: Άσε τώρα αυτές τις ιστορίες.

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: (Τεντώνεται ακόμα) Σήμερα κοιμήθηκα υπέροχα, είδα κι ένα πολύ ωραίο όνειρο. Τραγουδούσαμε λέει όλοι μαζί  εκείνο το τραγούδι, που έλεγαν τα παιδιά που είχαν έρθει προχθές από  το νηπιαγωγείο. Το θυμόσαστε;

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Ναι.

ΤΙΙΡΤΙΡΗΣ: Ναι.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: (Όσο τραγουδούν παίζουν και το μπαλάκι στα χέρια τους)

Ήταν ένα μικρό καράβι (δις)

που ήταν α α αταξίδευτο (δις)

ω ε.....

Κι έκαν’ ένα μακρύ ταξίδι (δις)

μέσα εις τη τη τη Μεσόγειο (δις)

ω ε....

Και...

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: Τι λέει παρακάτω βρε παιδιά;

ΤΙΡΤΙΡΗΣ: Α! Δε θυμάμαι.

ΦΙΡΦΙΡΗΣ: Να ρωτήσουμε το γερο Πεύκο, αυτός δεν ξεχνάει ποτέ.

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: Έ! Κύριε Πεύκο, μήπως μπορείτε να μας πείτε τι λέει παρακάτω;

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: (Με τρόπο) Δε θυμάμαι βρε παιδιά.

ΠΙΡΠΙΡΗΣ: Ελάτε τώρα το ξέρουμε ότι θυμάστε. (γλυκύτερα)  Θα μας χαλάσετε το χατίρι;

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: (ραγισμένα)

Και σε πέντ’ έξι εβδομάδες (δις)

σωθήκαν όλες όλες όλες οι τροφές (δις)

ω ε....

Και τότε ρίξανε τον κλήρο (δις)

να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί (δις)

ω ε....

Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο (δις)

που ήταν α α αταξίδευτος (δις)

ω ε.......

(Ο γερο Πεύκος σκουπίζεται ενώ και ο τεμπέλης δε μπορεί να κρύψει τη συγκίνησή του. Η μέρα αρχίζει να σηκώνεται. Ο γερο-πεύκος κάθε τόσο κοιτάζει με έκδηλη αγωνία προς την καλύβα.)

ΓΕΡΟ ΠΕΥΚΟΣ: Η σκιά μου έφτασε ως εκείνο το πρινάρι. Θα έπρεπε να έχει βγει ο παππούς  για την πρωινή του βόλτα.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ:        Όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερη ανάγκη από ξεκούραση. Σε λιγάκι θα βγει, θα το δεις.

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: (Με έκδηλη ανησυχία) Φαντάζομαι πως θα το πήρε. Θα ξεριζωθεί για δεύτερη φορά. Κι αυτή τη φορά δεν είναι πια νέος... Τον αγαπώ τόσο.. Κανείς δε γνοιάστηκε για μένα. Μόνο αυτός.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Μ’ άφησε να ζήσω. Δεν καθάρισε τον τόπο όπως κάνουν τόσοι και τόσοι άλλοι. Και δώστου και ξεπαστρεύουν όλα τα χαμόδεντρα, όλα τα βάτα, τους σκίνους... Έχουμε ψυχή κι εμείς...

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: ... Η σκιά μου έφτασε ως απέναντι, έπρεπε να έχει βγει, γιατί αργεί τόσο σήμερα;

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Η αλήθεια είναι ότι ξεχάστηκε σήμερα... (Φωνάζει) Έεε παππού, ξύπνα, λαλήσαν τα κοκόριαααα... Έχεις και δουλειές!(Πιο σιγανά)  Βρε τι τεμπελιά είναι αυτή, πέσε πίτα να σε φάω.

ΓΕΡΟ-ΠΕΥΚΟΣ: (Τον αγριοκοιτάζει) Κάτι συμβαίνει σήμερα.

ΤΕΜΠΕΛΗΣ: Εσύ που είσαι ψηλός δε μπορείς να δεις τίποτα;

ΓΕΡΟ -ΠΕΥΚΟΣ: (Προσπαθεί να κοιτάξει) Θα φωνάξω το περιστέρι, το φιλεύει ο παππούς πότε-πότε από κανένα σπόρο. Θα μπει από την καμινάδα να δει τι γίνεται.  Δεν θα μου αρνηθεί. Έεε φιου (Του σφυρίζει. Σε λίγο έρχεται ένα περιστέρι.) Πας σε παρακαλώ από την καμινάδα να δεις τι κάνει ο παππούς; Άργησε και ανησυχούμε. (Το περιστέρι πηγαίνει. Σε λίγο βγαίνει από την πόρτα με κατεβασμένο το κεφάλι.)

(Η σκηνή φωτίζεται με ένα μπλε, ονειρικό χρώμα ενώ ακούγεται μουσική. Το περιστέρι πετάει πρώτα στο γερο-πεύκο και τον τεμπέλη. Ύστερα πηγαίνει στα μικρά πευκάκια. Αυτά μόλις ακούν τα νέα χαμηλώνουν το κεφάλι ενώ τα μπαλάκια τους πέφτουν από τα χέρια και κυλούν στη σκηνή. Κατόπιν πετά  μέσα στο δάσος και μεταφέρει το νέο στα άλλα δέντρα και στα πουλιά. Σε λίγο ο Γερο—Πεύκος τεντώνεται, κι αρχίζει με μεγάλη δυσκολία  να περπατάει, τον ακολουθεί ο Τεμπέλης. Τα μικρά πευκάκια σπάζουν τα σκοινιά ένα-ένα και προχωρούν προς την καλύβα. Από όλες τις μεριές αρχίζουν να έρχονται όλα τα πεύκα του δάσους και τα πουλιά  για να τον αποχαιρετήσουν ώσπου κλείνει η

αυλαία

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Σ.Π.Παπασηφάκης

Δάσκαλος

Επιμορφωτής Θεατρικής Παιδείας Ν.Ε.Λ.Ε. Ευβοίας

Μακρυμάλλη

344 00 Ψαχνά

2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΨΑΧΝΩΝ

ΤΗΛΕ. ΣΧΟΛ. 2228022793

E MAIL: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

Πηγή: www.e-selides.gr